μαντζούνι

μαντζούνι
τό
1) знахарское или народное средство (о лекарстве); 2) лекарственная кашица, электуарий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μαντζούνι" в других словарях:

  • μαντζούνι — το βλ. ματζούνι …   Dictionary of Greek

  • μαντζούνι — το (λ. τουρκ.), πρακτικό φάρμακο για διάφορες θεραπείες: Έφτιαχνε μαντζούνια για όλες τις αρρώστιες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έκλειγμα — το (AM ἔκλειγμα) φάρμακο με πολτώδη σύσταση (με μέλι στα συστατικά του) το οποίο γλείφει και καταπίνει ο ασθενής, το μαντζούνι …   Dictionary of Greek

  • ματζούνι — και μαντζούνι, το φάρμακο για εσωτερική χρήση, πυκνόρρευστο και κολλώδες, από λεπτές σκόνες με σιρόπι, μέλι ή υγρή ρητίνη, το έκλειγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. macun] …   Dictionary of Greek

  • magiun — MAGIÚN s.n. Pastă alimentară consistentă obţinută prin fierberea şi terciuirea prunelor sau, p.ext., a altor fructe (fără adaos de zahăr). – Din tc. macun. Trimis de claudia, 16.09.2003. Sursa: DEX 98  MAGIÚN s. (reg.) dulceaţă, (Transilv.)… …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»